δύσωρον

δύσωρον
δύσωρος
unseasonable
masc/fem acc sg
δύσωρος
unseasonable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δύσωρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυσώρου — Δύσωρον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИСОР —    • Dysōrus,          Δύσωρον ορoς, горная цепь Македонии, идущая с севера к югу до Фермейского залива, с золотыми рудниками. Hdt. 5, 17 …   Реальный словарь классических древностей

  • Κιλκίς, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.597 τ. χλμ., 89.056 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τον νομό Σερρών, στα Ν με τον νομό Θεσσαλονίκης, στα Δ με τον νομό Πέλλης και στα Β με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”